Τρίτη 30 Αυγούστου 2011

Διονύσης Μαγουλάς / Γνώμες για την κρίση και την ελληνική διακυβέρνηση





Του Διονύση Μαγουλά πολιτικού επιστήμονα

Η διεθνής οικονομική κρίση της τελευταίας 3ετίας δεν έχει κοινά χαρακτηριστικά σε όλες της τις εκφάνσεις, καθώς εκδηλώθηκε αλλού ως φούσκα των ακινήτων (ΗΠΑ), αλλού ως κράχ του χρηματοπιστωτικού συστήματος (Ιρλανδία), και αλλού ως συνολική κρίση των σαθρών δημοσιονομικών μεγεθών και κοινωνικών μοντέλων (νότια περιφέρεια της Ευρωζώνης και κυρίως Ελλάδα). Κατέληξαν όμως σε έναν κοινό παρονομαστή: την κρίση χρέους.

Η «ελληνική» πλευρά της διεθνούς χρηματοπιστωτικής κρίσης χρέους από τη μεριά της ,έχει εντελώς διαφορετικά οικονομικά και πολιτικά χαρακτηριστικά, από την Αμερικανική ή την Ευρωπαϊκή. Στην Ελλάδα το πρόβλημα δεν ήταν οι επενδυτικές ακρότητες των -κρατικοποιημένων πια- Ιρλανδικών τραπεζών, ούτε η μεταβίβαση στη λιανική τραπεζική, του Αμερικανικού κρατικού προγραμματισμού για τη λαϊκή στέγη. 


Η κρίση στην Ελλάδα έχει βαθύτερα και πιο μακροχρόνια πολιτικά αίτια. Ο υπέρογκος δανεισμός του Ελληνικού Δημοσίου από τις αρχές της δεκαετίας του 1980, δεν έχει καμία σχέση με την περιστασιακή ανάγκη επιβάρυνσης του Ιρλανδικού κράτους και των υπολοίπων Ευρωπαϊκών όπου αποσκοπούσαν στην εξασφάλιση εγγυήσεων στον λαβωμένο τραπεζικό τους τομέα. Στην Ελληνική περίπτωση ο κρατικός δανεισμός λειτούργησε συχνά ως μέσο άσκησης πολιτικής, με έμφαση στην κατανάλωση αντί  την ανάπτυξη και ,σε συνδυασμό με τα Κοινοτικά Πακέτα Στήριξης της ΕΕ , ανέπτυξε ένα στρεβλό κρατικοδίαιτο μοντέλο τόσο ενός υπέρογκου δημοσίου, όσο που ως αντίληψη «μόλυνε» και τον κομμάτια του ιδιωτικού τομέα.
Αυτός ο ιδιότυπος κρατικοδίαιτος προστατευτισμός κατέστη πολιτικά κυρίαρχος στο πνεύμα του πασοκικού λαϊκισμού της Μεταπολίτευσης. Οι αναγκαίες μεταρρυθμίσεις στα χρόνια της οικονομικής επέκτασης αποτρέπονταν, επειδή το πολιτικό κόστος είτε συνέτριβε εκλογικά τις όποιες μεταρρυθμιστικές προσπάθειες εισαγωγής φιλελεύθερου οικονομικού ακτιβισμού (όπως συνέβη το 1990-93) ,είτε διαπραγματεύονταν ,στη βάση της εκατέρωθεν ανοχής πολιτικής ελίτ και δυναμικών κοινωνικών «παικτών αρνησικυρίας» ,τη συμβιβαστική διαχείριση του, τόσο κατά τον Σημιτικό «εκσυγχρονισμό» , όσο -σε σημαντικό βαθμό και κατά τη  νεο-Καραμανλική περίοδο.
Σε αυτό το πλαίσιο, οι επιβεβλημένες μεταρρυθμίσεις παραπέμπονταν στις «Ελληνικές καλένδες», το ελληνικό Δημόσιο δανειζόταν ως μέλος της Ευρωζώνης με επιτόκια Γερμανίας και η δημιουργική λογιστική υποκαθιστούσε τη προαπαιτούμενη από τη συνθήκη του Μάαστριχτ δημοσιονομική πειθαρχία -υποκρύπτοντας τα ελλείμματα σε πρωτοφανή για Ευρωπαϊκή χώρα επίπεδα. 

Αυτό αποδείχθηκε μοιραίο την ώρα της αμφισβήτησης αξιοπιστίας, μετατρέποντας την Ελλάδα σε «αδύναμο κρίκο» στην Ευρωζώνη -αν και το Ελληνικό τραπεζικό σύστημα δεν φαινόταν να έχει εκτεθεί έντονα σε άλλα «τοξικά» επενδυτικά προϊόντα, εκτός των Ελληνικών κρατικών Ομολόγων. Σε σημείο οι τράπεζες να κινδυνεύουν πλέον με κρατικοποίηση -και με ο,τι συνεπάγεται αυτή για την φερεγγυότητα, την αξιοπιστία και την ανεξαρτησία τους, αλλά και για την επιβάρυνση των φορολογουμένων. Το ελληνικό μεγάλο και σπάταλο κράτος ήταν το πρόβλημα που συμπαρέσυρε το τραπεζικό σύστημα και την ιδιωτική οικονομία στη περιδίνηση της κρίσης. 

Όταν όμως η παγκόσμια χρηματοπιστωτική κρίση εκδηλώθηκε, πολλοί πίστεψαν  αφελώς στην ανάγκη μιας αταβιστικής υιοθέτησης «ξεχασμένων» Κεϊνσιανών μοντέλων ,όπου με την επανεισαγωγή της κρατικής παρέμβασης στην έως τότε «αυτορυθμιζόμενη» οικονομία, θα λυνόταν ασκαρδαμυκτί το πρόβλημα. Τότε εφαρμόστηκαν ποικίλα μοντέλα παρέμβασης της ροής του χρήματος και το τραπεζικό σύστημα, με θηριώδεις κρατικές επενδύσεις και εξαγορές, επιχειρώντας ένα είδος πολιτικής επιβολής στις «αγορές». Τα αποτελέσματα του Νεο-κρατισμού ήταν αποκαρδιωτικά τόσο σε οικονομικό, όσο και σε πολιτικό επίπεδο: Έλλειψη εμπιστοσύνης στις αγορές μηδενική ανάπτυξη με αμείωτη επιδοτούμενη ανεργία, ανάγκη ενός συνεχώς διογκούμενου νέου δανεισμού και μοιραία κρίση αντιπροσώπευσης στη δυτική κοινή γνώμη. 


Η λύση σε αυτή τη σύνθετη οικονομική κρίση, θα μπορούσε να συνοψισθεί μεταξύ της δημοσιονομικής σταθεροποίησης , της ανάπτυξης μέσα από τις μεταρρυθμίσεις που θα αποτελούν εντέλει προαπαιτούμενα στην ενδυνάμωση της Διεθνούς Θεσμοποιήσης -και εν προκειμένω στην Ενιαία Οικονομική διακυβέρνηση της Ευρωζώνης.

Η δημοσιονομική σταθερότητα μπορεί να επιτευχθεί μόνο μέσα από την θεσμική υιοθέτηση -αν είναι δυνατόν και Συνταγματικά- ενός «χρυσού κανόνα»  για να μην είναι πλέον δυνατή η διόγκωση των ελλειμμάτων που θα οδηγήσουν σε νέο υπερ-δανεισμό, πριν έρθει η ώρα για το πολυθρύλητο «Ευρω-ομόλογο» . Στην Ελλάδα μια τέτοια θεσμική μεταρρύθμιση θα είχε πολλαπλά θετικές επιπτώσεις, ιδιαίτερα αν προκύψει συναινετικά, σπάζοντας δογματισμούς και αγκυλώσεις της μεταπολίτευσης καθώς θα αντιμετώπιζε τις παθογένειες της κατασπατάλησης «φθηνού» δημόσιου χρήματος με μακροπρόθεσμη επιβάρυνση για τη χώρα, ενώ θα ανάγκαζε σε εξορθολογισμό το κόστος της δημόσιας διοίκησης (με αποχώρηση του κράτους από αντιπαραγωγικούς τομείς της οικονομίας, μείωση αριθμού Δημοσίων υπαλλήλων, άμεσες ιδιωτικοποιήσεις ΔΕΚΟ ακόμη και εκτός των χρηματιστηριακές διαπραγματεύσεις, περιουσίας)  

Ένα μικρότερο και αποτελεσματικότερο κράτος στις βασικές λειτουργίες του, θα δίνει έμφαση στην αύξηση της ανταγωνιστικότητας και της προσαρμοστικότητας σε όλους τους παράγοντες παραγωγής πλούτου (ανώτατη εκπαίδευση και έρευνα, αγορά εργασίας, επιχειρηματική δραστηριότητα).  
Το επιχειρηματικό περιβάλλον να γίνει ελκυστικό σε επενδύσεις, μέσα από τη μείωση των φορολογικών συντελεστών και την πάταξη της γραφειοκρατίας. Μόνο έτσι θα έλθει η ανάπτυξη


Δεν υπάρχουν σχόλια:

Δημοσίευση σχολίου