Τετάρτη 22 Ιουνίου 2011

Οχι στην Ελλάδα επαίτη

Ο πρόσφατος ανασχηµατισµός µπορεί υπό προϋποθέσεις να αποτελέσει την αρχή του αναγκαίου µετασχηµατισµού του συνολικότερου συστήµατος πολιτικής διακυβέρνησης αυτού του τόπου.

Είναι ένας ανασχηµατισµός που κυρίως οι επιλογές του στον χώρο της οικονοµικής και επικοινωνιακής πολιτικής µπορούν να αλλάξουν πάγιες νοοτροπίες και πολιτικές συµπεριφορές.

Πρώτον, µε αυτόν τον ανασχηµατισµό στον χώρο της οικονοµίας προωθείται µια λύση που αντιλαµβάνεται τα οικονοµικά προβλήµατα ως πρωτίστως πολιτικά. Οι αναγκαίες τεχνοκρατικές αναλύσεις και προτάσεις είναι αποτελεσµατικές µόνο εάν και εφόσον µπορούν να ακουµπούν σε πολιτικές συνακροάσεις των αντοχών της κοινωνίας. Πολλοί επιχειρούν να θέσουν ένα σινικό τείχος ανάµεσα στην οικονοµία και την πολιτική. Οι σηµερινές δυσκολίες στην ευρωζώνη οφείλονται στην κυριαρχία αυτού του τείχους, το οποίο διαχωρίζει τις οικονοµικές πολιτικές από την πολιτική ενοποίηση. Στο ίδιο τείχος σταµάτησε και η τρόικα, η οποία δεν αντιλήφθηκε πως η όποια τεχνοκρατική επάρκεια οφείλει να συνδυάζεται µε τη γνώση των πολιτικών και κοινωνικών δεδοµένων, που συνθέτουν τον καµβά της ελληνικής κοινωνίας.

Μια δεύτερη δυνατότητα που διακρίνω σ’ αυτόν τον ανασχηµατισµό είναι η δυνατότητα στοχοποίησης της παραλυτικής ισχύος του κρατισµού. Αυτό θα γίνει, βεβαίως, αν το οικονοµικό και επικοινωνιακό επιτελείο αυτής της χώρας «διαφωτίσει» την κοινή γνώµη για το ότι κοινωνικό κράτος καθόλου δεν σηµαίνει ένα κράτος επιχειρηµατία που παράγει φως, νερό και τηλέφωνα. Αντιθέτως, ένα τέτοιο κράτος στερεί πόρους από την παραγωγική οικονοµία, αλλά και από τοµείς όπως η υγεία, η παιδεία, η ασφάλεια και η κοινωνική προστασία. Επειδή πολλοί θεωρούν αριστερή «προδοσία» την αµφισβήτηση του κρατισµού, τους διαφεύγει ή κάνουν πως τους διαφεύγει πως ο ρόλος του κρατισµού είναι – µέσα από τη χρήση δηµόσιων οργανισµών παραγωγής – να λειτουργεί ως αντίρροπη κίνηση στην πτωτική τάση του µέσου ποσοστού κέρδους του επιχειρηµατικού κεφαλαίου. Οι κρατιστές δεν φαντάζονται πόσο κοντά είναι πρακτικά σε ορισµένα σηµεία µε ό,τι καταδικάζουν στα λόγια.

Μια τρίτη δυνατότητα που δίνεται στο οικονοµικό και επικοινωνιακό επιτελείο της ανασχηµατισθείσας κυβέρνησης είναι να καταδείξει πως η αναγκαία για τη χώρα πολιτικοποίηση των οικονοµικών αποφάσεων είναι πρωτίστως αναγκαία και για τον χαρακτήρα της ίδιας της Ευρωπαϊκής Ενωσης.

Το σηµερινό ευρωπαϊκό µοντέλο διακυβερνητικής συνεργασίας έδειξε τα όριά του στην κρίση χρέους των µεσογειακών χωρών και της Ιρλανδίας. Πολλοί διαπιστώνουν πως η νοµισµατική ένωση όχι µόνο δεν ήταν και πολιτική, αλλά δεν ήταν ούτε καν δηµοσιονοµική. Η εισαγωγή του ευρωοµολόγου είναι αίολη, αν δεν συνοδεύεται από ενιαίες δηµοσιονοµικές, φορολογικές πολιτικές και από τις απαραίτητες µεταβιβαστικές πληρωµές. Ταυτοχρόνως η µεταβίβαση εξουσιών σε θεσµούς που δεν έχουν άµεση νοµιµοποίηση ακυρώνει τη βασική αρχή της αντιπροσωπευτικής δηµοκρατίας, η οποία δεν είναι άλλη από την αρχή της λαϊκής κυριαρχίας. Η τελευταία, όπως υποστήριζε ο Πόπερ, δεν συνίσταται στη συµµετοχή όλων στην κυβέρνηση, αλλά στη δυνατότητα όλων να επιλέγουν και να κρίνουν όσους τους κυβερνούν. Με άλλα λόγια, η οικονοµική κρίση της ευρωζώνης, αλλά και η κρίση νοµιµοποίησης της Ε.Ε. οφείλονται στο ότι οι αναγκαίες εκχωρήσεις «εθνικών κυριαρχιών» δεν συνοδεύονται αφενός από πολιτικές ισχυρών µεταβιβαστικών πληρωµών, οι οποίες θα δηµιουργούν δυνατότητες οικονοµικής σύγκλισης, και αφετέρου από µορφές άµεσης εκλογής των κυβερνητών των ευρωπαϊκών θεσµών.

Οσοι σκέφτονται µε έννοιες της κλασικής ρεαλιστικής πολιτικής αντιµετωπίζουν την Ευρώπη ως άθροισµα κρατών και έτσι περιορίζουν τις δυνατότητές της µόνο στον χώρο της οικονοµίας και της αγοράς. Οσοι, όπως για παράδειγµα ο Χάµπερµας, αντιλαµβάνονται την οικονοµική παγκοσµιοποίηση ως µέσο για την πολιτική παγκοσµιοποίηση διαβλέπουν στην Ευρωπαϊκή Ενωση έναν παγκόσµιο παίκτη, ο οποίος µπορεί να µεταφέρει τις αποδυναµωµένες σε κρατικό επίπεδο δηµοκρατικές αποφάσεις σ’ ένα αρχικά διακυβερνητικό και στη συνέχεια οµοσπονδιακό επίπεδο νοµιµοποίησης. Η ιστορία των ανθρώπινων κοινωνιών είναι µια διαρκής εκχώρηση εξουσιών, από την κατακερµατισµένη αρχαία και φεουδαλική κοινωνία στην ισχυρή απολυταρχική αρχή και από εκεί στο ισχυρότερο έθνος-κράτος. Το τελευταίο θα πεθάνει απότοµα, αν δεν κατανοήσει πως η πορεία της ιστορίας συνεχίζεται µε τη διαµόρφωση ισχυρών διεθνών συνόλων.

Το ευρωοµόλογο δεν αποτελεί τη µοναδική απάντηση στις ανάγκες ισχυροποίησης του ευρωπαϊκού οικοδοµήµατος. Χρειάζεται να περάσουµε σε πολιτικές ισχυρών µεταβιβαστικών πληρωµών. Παράλληλα βεβαίως οι χώρες που θα ωφελούνται απ’ αυτές τις µεταβιβαστικές πολιτικές θα είναι υποχρεωµένες να τηρούν αυστηρούς δηµοσιονοµικούς κανόνες και αντικρατικιστικές πολιτικές, η τήρηση των οποίων θα ελέγχεται αυστηρά.

Η Ελλάδα πρέπει να συµµετάσχει σ’ αυτήν τη συζήτηση, όχι ως επαίτης, αλλά ως ενεργός παράγοντας µε δικές του προτάσεις και ιδέες. Ο συνδυασµός πολιτικής ικανότητας και τεχνοκρατικής επάρκειας του οικονοµικού και του επικοινωνιακού επιτελείου της νέας κυβέρνησης δίνει υποσχέσεις πως η Ελλάδα µπορεί να έχει τις δικές της επαρκείς προτάσεις. Η νέα κυβέρνηση δείχνει να έχει τις δυνατότητες να πολιτικοποιήσει την πολιτική και την οικονοµία, ας ελπίζουµε πως θα το κάνει.

Ο Γιώργος Σιακαντάρης είναι διδάκτωρ Κοινωνιολογίας

Εφημερίδα ΤΑ ΝΕΑ

Δεν υπάρχουν σχόλια:

Δημοσίευση σχολίου